- αμετροπότης
- ο (Μ ἀμετροπότης)αυτός που πίνει άμετρα, υπερβολικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμετρος + πότης.ΠΑΡ. νεοελλ. αμετροποσία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμετροπόται — ἀμετροπότης drinking to excess masc nom/voc pl ἀμετροπότᾱͅ , ἀμετροπότης drinking to excess masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετροπότην — ἀμετροπότης drinking to excess masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμετρος — η, ο (Α ἄμετρος, ον) 1. αυτός που δεν είναι δυνατό να μετρηθεί, ο αμέτρητος 2. πολυπληθής, αναρίθμητος, άπειρος 3. ο δίχως ποιητικό μέτρο, ο μη έμμετρος αρχ. 1. ασύμμετρος, δυσανάλογος, ανάρμοστος 2. (με ηθική σημασία) αυτός που φθάνει στην… … Dictionary of Greek
αμετροποσία — η [αμετροπότης] το να πίνει κανείς χωρίς μέτρο κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη, κατάχρηση στο πιοτό … Dictionary of Greek